πρωτομιλώ

πρωτομιλώ
πρωτομιλάω μετ. , αμετ.
1) говорить первым; 2) заговорить впервые;

τό μωρό προχθές πρωτομίλησε — ребёнок начал говорить позавчера


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πρωτομιλώ" в других словарях:

  • πρωτομιλώ — και πρωτομιλάω Ν 1. μιλώ πρώτος 2. μιλώ για πρώτη φορά («το μωρό πρωτομίλησε χθες») …   Dictionary of Greek

  • πρωτομιλώ — πρωτομίλησα, πρωτομιλήθηκα, πρωτομιλημένος 1. μιλώ πρώτος. 2. μιλώ για πρώτη φορά: Σήμερα πρωτομίλησε το μωρό μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»